κατασκοτώνω

κατασκοτώνω
дег. сильно бить; избивать;

κατασκοτώνομαι

1) — ушибаться; — разбиваться насмерть;

2) стараться изо всех сил; лезть из кожи вон, разбиваться, расшибаться в лепёшку (чтобы угодить кому-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κατασκοτώνω" в других словарях:

  • κατασκοτώνω — 1. δέρνω αλύπητα κάποιον, τόν τσακίζω στο ξύλο («τήν κατασκότωσε στο ξύλο») 2. μέσ. κατασκοτώνομαι α) μωλωπίζομαι ή τραυματίζομαι σε πολλά σημεία τού σώματός μου β) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για κάτι, φροντίζω με όλη μου την ψυχή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοτώνω — κατασκότωσα, κατασκοτώθηκα, κατασκοτωμένος 1. δέρνω κάποιον αλύπητα: Το κατασκότωσε το παιδί του στο ξύλο. 2. το μέσ., κατασκοτώνομαι κουράζομαι ή τραυματίζομαι: Κατασκοτώνεται στη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»